δυσαλλοίωτος

δυσαλλοίωτος
ος , ον неизменный, трудно изменяемый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δυσαλλοίωτος" в других словарях:

  • δυσαλλοίωτος — hard to alter masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαλλοίωτος — η, ο (AM δυσαλλοίωτος, ον) αυτός που δύσκολα αλλοιώνεται, δυσμετάβλητος …   Dictionary of Greek

  • δυσαλλοίωτον — δυσαλλοίωτος hard to alter masc/fem acc sg δυσαλλοίωτος hard to alter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαλλοίωτα — δυσαλλοίωτος hard to alter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»